Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο χώρος που βρίσκεται πίσω από το τύμπανο του αυτιού είναι γεμάτος με αέρα, γεγονός που εξασφαλίζει την απρόσκοπτη μετάδοση του ηχητικού κύματος και κατ’ επέκταση τη φυσιολογική ακοή. Σε κάποιες όμως περιπτώσεις, ο χώρος αυτός γεμίζει με υγρό, άλλοτε λεπτόρευστο και άλλοτε παχύρευστο. Η κατάσταση αυτή επιστημονικά ονομάζεται εκκριτική ωτίτιδα και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών αφορά παιδιά.
Ο μικρός ασθενής δεν αισθάνεται κάποιο πόνο όμως η ακοή του επηρεάζεται σημαντικά καθώς αυτή μπορεί να μειωθεί έως και κατά 35 dB. Το ζήτημα είναι ότι τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν και να επικοινωνήσουν το πρόβλημά τους και έτσι έγκειται στους γονείς να καταλάβουν ότι το παιδί τους πάσχει από βαρηκοΐα. Σημάδια που μπορούν να αποκαλύψουν κάτι τέτοιο είναι ένα παιδί που δεν ακούει όταν του μιλάμε και δείχνει αφηρημένο ή απορροφημένο σε αυτό που κάνει καθώς επίσης και το υπερβολικό δυνάμωμα του ήχου της τηλεόρασης. Η απόδοση στο σχολείο πολλές φορές δεν είναι καλή ενώ στις περιπτώσεις που το υγρό είναι παρόν από τη βρεφική ηλικία καθυστερεί η ανάπτυξη του λόγου και η άρθρωση των λέξεων επηρεάζεται σημαντικά.
Η αρχική αντιμετώπιση της εκκριτικής ωτίτιδας είναι συνήθως συντηρητική με ειδικές ασκήσεις που δίνονται στο παιδί, ρινοπλύσεις και παρακολούθηση. Αν αυτή δεν αποδώσει, τότε κάνουμε παρακέντηση του τυμπάνου και αφαιρούμε το υγρό ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, προκειμένου να αποτρέψουμε την υποτροπή του υγρού τοποθετούμε στο τύμπανο σωληνίσκο αερισμού. Η επέμβαση γίνεται με μέθη ή με γενική αναισθησία και συνήθως διαρκεί 5 με 10 λεπτά. Η αποκατάσταση της ακοής στο φυσιολογικό είναι άμεση. Αν συνυπάρχει και υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια), αυτά αφαιρούνται στην ίδια επέμβαση καθώς έχει βρεθεί ότι συμβάλλουν στη συλλογή υγρού πίσω από το τύμπανο.